- παραλήπτωρ
- παραλήπ-τωρ, ορος, ὁ,A inheritor, Herm. ap. Stob.1.49.44.II (in form -λήμπτωρ) = παραληπτής, dub. in PRein.42.12 (i/ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραλήπτωρ — inheritor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλήπτωρ — και παραλήμπτωρ, ορος, ὁ, Α [παραλαμβάνω] ο κληρονόμος … Dictionary of Greek
παραλήπτορες — παραλήπτωρ inheritor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλήμπτωρ — ὁ, Α βλ. παραλήπτωρ … Dictionary of Greek